Ηταν εκείνο το Φθινόπωρο του 71 όταν κάπως σαν σε ταινία το τζιπ μας οδηγούσε από το αεροδρόμιο στην Λευκωσία. Και εγώ παιδάκι σαν να μπαίνουμε κρυφά στο φρούριο γιά να φυλάξουμε την υπαρξή του. Η λέξη ΕΛΔΥΚ ήταν ο προορισμός γιά τον πατέρα και γιά μένα δύο παιδικά χρόνια στην Κύπρο που αγάπησα.
Αλλη Ελλάδα, διαφορετική από την επαρχία στην Μακεδονία, πιο φωτεινή αλλά και πιό περίεργη. Εξάλλου έβλεπα συχνά τις κόκκινες σημαίες αλλά και αφουγκραζόμουν το φρέσκο αίμα της θυσίας του αγώνα γιά την λευτεριά από την αποικιοκρατία. Αυτό που είχε χυθεί χωρίς οικονομία για την Ενωση και την γαλανόλευκη με το σταυρό σημαία.
Μερες έντασης, ενας παπάς που ήταν και αρχηγός σε κράτος, αλλοι αγωνιούσαν γιατί δεν ήξεραν πως η αγάπη τους για την μητέρα πατρίδα έγινε ένα πανί με ένα χάρτη της κύπρου και δάφνες.
Οι καιροί ήταν πονηροί αλλά οι κοινωνία αυτών που είχαν μάθει να φυλάνε θερμοπύλες έμοιαζε να ζει στον κόσμο της. Εκτόνωση μπορεί να είχαν όταν πανηγύριζαν στα γήπεδα με τις ομάδες που αγαπούσαν την Ελλάδα. Νεοι που ένιωθαν το καθήκον να τους προστάζει να είναι συνέχεια σε μιά πίεση τρελή...
Ηρθε εκείνο το φθινόπωρο, πικρό όπως οι παιδικες φιλίες που κόπηκαν , όπως το δάκρυ της διαίσθησης του πρώτου νεκρού του επόμενου καλοκαιριού. Ο αποχαιρετισμός ήταν χωρισμός και τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο ξανά...
Το καλοκαίρι 1974 πέθανε η κύπρος που αγάπησα, έμεινε μία άλλη ανάπηρη και γεμάτη με αίμα Ηρώων. Γιά μένα ήταν πλέον αλλιώτηκη η ζωή μου, το πάθος μου , η οργή γιά το άδικο, η αγάπη ομως πάντα ίδια....